- κέλητας
- ο1. άλογο ιππασίας.2. (ναυτ.), ελαφριά και κομψή βάρκα προορισμένη για τον κυβερνήτη του πλοίου, πάσαρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κέλητας — κέλης courser masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασία ή λεμβοδρομία — Η μέθοδος πρόωσης ενός σκάφους στην επιφάνεια του νερού μόνο με τη μυϊκή δύναμη και τη βοήθεια ενός ή περισσότερων κουπιών ως μοχλών και το αντίστοιχο ναυτικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται με ειδικά σκάφη και με έναν ή περισσότερους κωπηλάτες… … Dictionary of Greek
CELTAE — I. CELTAE inter Scitharum populos, a Claudio II. Imperatore devictos, apud Trebellium, in Claud. c. 6. Denique Scitharum diversi populi, Deucini Celtae etiam et Heruli in Romanum solum et Rem publ pxaedae cupiditate, venerunt, etc. quinam sint,… … Hofmann J. Lexicon universale